ξεταπώνω

ξεταπώνω
αφαιρώ την τάπα, το βούλλωμα, εκπωματίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναπωμάζω — ἀναπωμάζω (Α) σηκώνω και βγάζω το πώμα, ξεβουλλώνω, ξεταπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πωμάζω «σκεπάζω με πώμα, βουλλώνω». ΠΑΡ. νεοελλ. αναπωμαστήρας ( ήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ξετάπωμα — το [ξεταπώνω] αφαίρεση τής τάπας, τού βουλλώματος ενός δοχείου, εκπωμάτιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”